- αθύμιαστος, -η, -ο
- αθύμιαστος, -η, -ο και αθυμιάτιστος, -η,-ο1. αυτός που δε θυμιατίστηκε, δεν τιμήθηκε με το κάψιμο λιβανιού: Ξέχασε τα εικονίσματα αθύμιαστα.2. αυτός που δεν κολακεύτηκε: Θυμιάτισε το διευθυντή, δεν άφησε όμως αθυμιάτιστο και τον υποδιευθυντή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.